εισήγηση στο Αντιρατσιστικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2012

Είναι μάλλον περιττό ή τουλάχιστον κοινότυπο να ξεκινήσει κανείς μία εισήγηση απαριθμώντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στον κλάδο που εργάζεται. Πολλά ζητήματα είναι ίδια σε διάφορους χώρους δουλειάς, και ακόμα περισσότερο ίδια ζητήματα αντιμετωπίζουμε στον τομέα της λεγόμενης «αναπαραγωγής». Αυτό προφανώς που ενδιαφέρει είναι πώς σε αυτά τα συλλογικά προβλήματα θα επιχειρηθούν συλλογικές απαντήσεις από τα κάτω. Απαντήσεις στις οποίες να αναδύονται χαρακτηριστικά, μορφές και περιεχόμενα που να προάγουν την αδιαμεσολάβητη συνάντηση και σύνδεση δρώντων υποκειμένων και να βάζουν ζητήματα κάνοντας κριτική σε μία ή/και περισσότερες πτυχές της καπιταλιστικής συνθήκης. Αναγνωρίζοντας τους εαυτούς μας στη μισθωτή σχέση κόσμος από τον κλάδο του επισιτισμού στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε μαζί, ορμώμενος από την ανάγκη να συλλογικοποιήσουμε τις αντιστάσεις μας. Πιάνοντας το νήμα από παλιότερες απόπειρες αυτοοργάνωσης στο συγκεκριμένο κλάδο, αυτός ο κόσμος αποφάσισε να συγκροτηθεί σε σωματείο βάσης.

 

Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τις παραμέτρους που διαμορφώνουν τη σύνθεση των εργατών και εργατριών στον κλάδο, και χωρίς να θεωρούμε καθόλου ότι έχουμε το κλειδί εξήγησης των στάσεων ή αντιδράσεών τους, μπορούμε να επισημάνουμε κάποια κεντρικά χαρακτηριστικά, σαν αφορμή για παραπέρα συζήτηση. Οι επισημάνσεις ΔΕΝ είναι απόλυτες, απλά αναφέρονται σαν τάσεις.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι στα τελευταία 15-20 χρόνια έχουν αυξηθεί οι θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης (και λόγω της κοινωνικής – ταξικής προέλευσης των εργαζόμενων, και σαν συστηματική προσπάθεια των αφεντικών). Άρα μειώθηκαν οι δυνατότητες για αξιοποίηση του “εργασιακού  εκβιασμού” από τη μεριά των εργατών/εργατριών, εννοώντας έτσι τη δύναμη στην αγορά εργασίας.

Παρατηρούμε ότι μεγάλο ρόλο στον καταμερισμό εργασίας (άρα και στην εργατική δύναμη μας που υποτιμάται) παίζουν στοιχεία πέρα από τη γνώση ή εμπειρία στο αντικείμενο της δουλειάς: κοινωνικές δεξιότητες, εμφάνιση, σώμα (κυρίως στις γυναίκες, όπου πολλές φορές η φροντισμένη και “ελκυστική” εμφάνιση είναι περίπου απαιτούμενο προσόν που αγοράζεται και πουλιέται στην πιάτσα).

Παρατηρούμε, ειδικά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μεγάλος όγκος των εργαζόμενων να σκέφτεται την εργασία ως “προσωρινή”, τις απολαβές του ως “έξτρα” και το μέλλον του σίγουρα σε “καλύτερη δουλειά κάπου αλλού”. Σαν αποτέλεσμα, οι συχνές εναλλαγές χώρων εργασίας, η αποφυγή ανοίγματος μετώπων με την εργοδοσία, η – περίπου- σιωπή στην παράνομη εκμετάλλευσή του, γίνονται κανόνας.

Παρατηρούμε, όπως και αλλού φυσικά, ότι η αποσυλλογικοποίηση, η έξαρση του ατομικού συμφέροντος στα όρια της κανιβαλικής εκμετάλλευσης του συναδέλφου, η απώλεια εμπιστοσύνης σε συλλογικούς αγώνες και τις κοινότητες αυτών, κυριαρχούν και στον κλάδο του επισιτισμού..

 

Προσπαθώντας ωστόσο ως κομμάτι αυτής της συνθήκης να συμβάλλουμε στην οργάνωση εργατικών αντιστάσεων από εμάς και άλλους εργαζόμενους, βλέπουμε ότι εμπειρίες αγώνων, σαν παρακαταθήκη, επίσης δεν υπάρχουν, όπως σε άλλους κλάδους (π.χ. δάσκαλοι). Όλα τα παραπάνω όμως, όπως και σε κάθε κλάδο, είναι πράγματα που πρέπει να παίρνει κανείς υπόψην ώστε να μπορέσει να προβάλει αντιστάσεις με κάποια συνέχεια στο χρόνο, πέρα από χρήσιμα μεν, μεμονωμένα δε πυροτεχνήματα επιτυχιών στην επιθεώρηση εργασίας. Είναι για παράδειγμα εύκολη μια γενική απεργία στον κλάδο του επισιτισμού; Τι αντίκτυπο θα έχει και πόσος κόσμος θα συμμετάσχει; Είναι το ίδιο με μια απεργία λιμενεργατών; Μήπως έχουν περισσότερη σημασία άμεσες συγκρούσεις, στοχευμένες (Βle, Banquet,Via Vai, Pizza Hut παλιότερα στην Αθήνα) που θα αναδεικνύουν όμως συνολικότερα προβλήματα του κλάδου και γενικότερα της συνθήκης που όλες και όλοι βιώνουμε; Επιπλέον, για να κυκλοφορήσει ένας τέτοιος αγώνας, οι στόχοι του, ο λόγος του κλπ χρειάζεται πολύ περισσότερο τρέξιμο, προπαγάνδιση (βλ. Ble, Banquet) από ότι μια διεκδίκηση στις μεταφορές, όπου έχει άμεσο υλικό αντίκτυπο (κοινωνική πίεση) και βάζει περισσότερο κόσμο να σκεφτεί στο γιατί γίνεται ο αγώνας αυτός. Τέλος, σε κάθε τέτοιο πεδίο σύγκρουσης υπάρχουν ιδιαιτερότητες, πχ άλλο τα Goody’s, άλλο η Μπούκα ή το Καφεναί, άλλο ο τύπος που έχει σχέση με νύχτα κλπ. και άρα τα εργαλεία προσέγγισης και αντίστασης οφείλουν να είναι διαφορετικά. Ήδη είναι, τουλάχιστον από τη μεριά των αφεντικών, (αν και σε συγκεντρωμένες πιάτσες οι εργοδοσίες δείχνουν να λειτουργούν παρόμοια). Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρχει συνταγή-πανάκεια για όλα.

 

Για μας σίγουρα πάντως στους αγώνες η ισότιμη συμμετοχή, η ανάγκη το υποκείμενο του αγώνα να μπαίνει μπροστά, η απουσία ρόλων και «ειδικών», είναι  τα χαρακτηριστικά που δίνουν περιεχόμενο, σάρκα και οστά σε αυτό που ονομάζουμε αδιαμεσολάβητο αγώνα.  Αυτές οι εμπειρίες  εγγράφονται στο υποκείμενο που συμμετέχει σε έναν αγώνα και θα μεταφερθούν στη συνέχεια σε άλλους χώρους και υποκείμενα. Και αυτό είναι κάτι που το προτάσσουμε και προσπαθούμε να το επικοινωνήσουμε με κόσμο που ίσως δεν έχει ξανασυμμετάσχει σε οριζόντιες διαδικασίες όχι επειδή υπάρχουν κάποιες αφηρημένες ιδεολογικές αρχές, αλλά επειδή έτσι βλέπουμε να πηγαίνουν τα πράγματα μπροστά.

 

 

Αναγνωρίζουμε βέβαια τις ιδιαιτερότητες του κάθε πόστου και στο πώς αυτές δημιουργούν άλλες δυνατότητες για σαμποτάζ/αντίσταση αλλά και αδυναμίες συγκρότησης κοινότητας. Υπάρχουν διαχωρισμοί τεχνητοί, ιεραρχικοί ή και έμφυλοι μεταξύ των εργαζομένων. Αναζητώντας αυτές τις δυνατότητες, εδώ θα θέλαμε να θίξουμε και κάποια πράγματα για τη μεταναστευτική υποκειμενικότητα. Σίγουρα δεν είμαστε αυτές και αυτοί που θα αναλύσουν τις ροές της μεταναστευτικής εργασίας, τις συνέπειές τους και τις σχετικές κινήσεις του κεφαλαίου. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάποια σχόλια στο πώς αλλάζει η σύνθεση της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας με βάση κάποιες παρατηρήσεις και εμπειρίες. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες κάνουν τις πιο υποτιμημένες δουλειές και στον κλάδο του επισιτισμού. Συχνά αόρατοι και από τους ίδιους τους συναδέλφους -και όχι μόνο λόγω της φύσης των πόστων- και συχνά παράνομοι. Πολλές φορές οι ίδιοι οι μετανάστες δημιουργούν τα δικά τους δίκτυα αλληλοστήριξης, αλλά και εκμετάλλευσης και αναπτύσσουν τη δική τους σχέση με τη “νύχτα”, όπως και το δικό τους ανταγωνιστικό πλούτο, απρόσιτο από άλλα υποκείμενα Οι δυσκολίες στη γλώσσα, οι διαφορές στην κουλτούρα, τόσο αγωνιστική (εμπειρία διεκδικήσεων, διαδηλώσεων, άγνοια δικαιωμάτων) όσο και κοινωνική (πχ πολιτισμικές διαφορές), ο φόβος της άδειας παραμονής και ο χωροταξικός διαχωρισμός (διαφορετικές γειτονιές) είναι παράγοντες που δυσχεραίνουν απόπειρες επικοινωνίας και συνάντησης Μια τέτοια συνάντηση απαιτεί συστηματικότερες και μεθοδικότερες προσεγγίσεις, προσπάθειες που απαιτούν χρόνια συνεχούς παρέμβασης και αποφέρουν πρακτικά αποτελέσματα για τον εργάτη – μετανάστη και χτίσιμο σχέσεων μέσα στους αγώνες που δεν έχουμε πραγματοποιήσει ως τώρα. Είναι όμως γεγονός πως όσο βαθαίνει η κρίση βλέπουμε και θα βλέπουμε κομμάτια των εκμεταλλευόμενων που θα στέκονται απέναντι σε μια αντίληψη κοινών συμφερόντων ντόπιων και μεταναστών εργαζομένων και θα τοποθετούνται υπέρ μιας εθνικής ταυτότητας, πχ υπέρ του «έλληνα εργάτη»: μια τέτοια στάση δεν μπορεί παρά να μας βρίσκει εχθρικές και εχθρικούς.

 

Και ενώ σε μια διαδικασία αγώνα, ένα από τα ζητούμενα είναι να επαναδιαπραγματεύονται προϋπάρχουσες αντιλήψεις ακόμα και παγιωμένες κοινωνικές κατασκευές, στην πράξη κάποια ζητήματα δεν μπαίνουν πάντα δημόσια, περιβάλλονται από αμηχανία και πολλές φορές η ‘έλλειψη χρόνου’ σε κάνει να τα τοποθετείς στο μέλλον ή σε ένα δευτερεύον. Ειδικά αν κάποια πράγματα φαντάζουν τόσο στέρεα που έχουν φυσικοποιηθεί: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι έμφυλοι ρόλοι. Πώς απαντάμε στα πολύ υπαρκτά παραδείγματα συναδέλφων που σε δημόσια παρέμβαση επιλέγουν να επιτεθούν σε άτομα που κατέχουν εργοδοτικές θέσεις με το χαρακτηρισμό «πούστης»; Πώς απαντάμε σε μια παρέμβαση στη φυσικοποιημένη αντίληψη περί «δυναμικότητας» του άντρα όταν συνάδελφοί μας θα προτιμούσαν να έχουν δίπλα τους ένα αγόρι παρά μια συντρόφισσα; Σίγουρα πάντως όχι κρύβοντάς τα κάτω από το χαλί μιας ενότητας ενός αγώνα που τέτοια ζητήματα δεν πρέπει να τίθενται όσο τρέχει, αλλά επινοώντας τους τρόπους επικοινωνίας και τις συνδέσεις.

 

Για μας τέλος είναι σημαντική η σύνδεση των εργατικών αγώνων με άλλους που κινούνται γύρω από το κομμάτι της αναπαραγωγής (πχ νοσοκομεία, λέσχη απθ) διότι μέσα από αυτήν την συνάντηση εμπλουτίζονται τα περιεχόμενα και στήνονται δίκτυα αλληλεγγύης πέρα από τις κατακερματισμένες ταυτότητες που φέρουμε. Γιατί είναι η κυκλοφορία των αγώνων, όχι μόνο εντός κινήματος αλλά και στις “πιάτσες” αυτή που θα γεννήσει άλλους, θα σπείρει αντιστάσεις, θα αποτελέσει παρακαταθήκη για τους επόμενους.