Τον τελευταίο καιρό, βουλιάζοντας στα σκοτεινά νερά της κρίσης, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να νιώθουν ότι επηρεάζεται κάθε πτυχή της ζωής τους. Ακούμε για δημόσιο χρέος, λεφτά που δεν υπάρχουν, δανεισμούς, ……
Τα βιώνουμε στη ζωή μας ως πάγωμα της αγοράς, διαρκώς αυξανόμενη ανεργία, lock out επιχειρήσεων, απολύσεις, μειώσεις προσωπικού, μειώσεις μισθών κτλ… Ταυτόχρονα εξαπολύεται επίθεση και στην κοινωνική αναπαραγωγή, με τις αυξήσεις στη ΔΕΗ, τα επιβαλλόμενα αντίτιμα στα νοσοκομεία, τα αυξημένα κόμιστρα στις μεταφορές κλπ. ενώ την ίδια ώρα κράτος και κεφάλαιο «εξοπλίζονται» σε επίπεδο νόμων και καταστολής.
Στο γενικότερο κλίμα τρομοκράτησης των εργατών και εργατριών, πατάνε τα μικρά και μεγάλα αφεντικά και υποτιμούν περαιτέρω την εργασία μας. Βασίζονται στις φοβίες που δημιούργησαν, (ανεργία, δύσκολοι καιροί κτλ.) για να υλοποιήσουν σιγά – σιγά αυτά για τα οποία κλαίγονταν τόσον καιρό.
Ειδικά στον κλάδο μας υπάρχουν από τα μεγαλύτερα ποσοστά μαύρης εργασίας. Επιδόματα, ωράρια, δώρα γίνονται δώρα στα αφεντικά. Ξέρουμε βέβαια ότι και πριν από τη νέα αυτή συνθήκη τα πράγματα στον κλάδο μας ήταν περίπου τα ίδια. Οι εργοδότες μας δεν περίμεναν την κρίση, τους λύνει όμως τα χέρια για να παίξουν από θέση ισχύος το μεταξύ τους ανταγωνιστικό παιχνίδι. Ο χάρτης των ποικίλων κοινωνικών σχέσεων συμπληρώνεται από τη μεριά μας με την απουσία μιας μαχητικής, διεκδικητικής εργατικής τάξης, που αναδεικνύει ακόμα και άθελά της την απραξία, τον ατομικισμό και κανιβαλισμό του καθενός και της καθεμιάς από μας. Η απλοποιημένη και γενικευμένη αυτή εικόνα έχει φυσικά άλλες αιχμές και χαρακτηριστικά ανά περίπτωση ( π.χ. οι εργάτες και εργάτριες βιώνουν ρατσιστικές ή/και σεξιστικές μορφές πίεσης και πολλές φορές τις αναπαράγουν ή τις καλλιεργούν στους χώρους εργασίας), όμως αναγνωρίζεται μια γενική και αδυσώπητη κατεύθυνση –υποτίμησης– της εργατικής μας δύναμης, ενώ εξακολουθούμε να είμαστε εμείς που παράγουμε κάθε ευρώ στα ταμεία, κάθε υπηρεσία, κάθε προϊόν.
Αυτό προφανώς που ενδιαφέρει είναι πώς σε αυτά τα συλλογικά προβλήματα θα επιχειρηθούν συλλογικές απαντήσεις από τα κάτω. Απαντήσεις στις οποίες να αναδύονται χαρακτηριστικά, μορφές και περιεχόμενα που να προάγουν την αδιαμεσολάβητη συνάντηση και σύνδεση δρώντων υποκειμένων και να βάζουν ζητήματα κάνοντας κριτική σε μία ή/και περισσότερες πτυχές της καπιταλιστικής συνθήκης. Αναγνωρίζοντας τους εαυτούς μας στη μισθωτή σχέση κόσμος από τον κλάδο του επισιτισμού στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε μαζί, ορμώμενος από την ανάγκη να συλλογικοποιήσουμε τις αντιστάσεις μας. Πιάνοντας το νήμα από παλιότερες απόπειρες αυτοοργάνωσης στο συγκεκριμένο κλάδο, αυτός ο κόσμος αποφάσισε να συγκροτηθεί σε σωματείο βάσης.
Γιατί σωματείο βάσης στον επισιτισμό, στη Θεσσαλονίκη, το 2011;
Σχετικά με αυτό ο καθένας και η καθεμία έχει διαφορετική αντίληψη. Ο ρόλος των σωματείων βάσης και στο βάρος που δίνεται σε αυτά στα πλαίσια του κοινωνικού ανταγωνισμού, η εργαλειακή τους ή μη χρησιμότητα, μια γενικότερη αντίληψη για την εργασία δεν είναι, ούτε μπορούν να είναι δεδομένα εξ ορισμού. Αυτό που είναι κατεκτημένο από όλες και όλους, και για αυτό επιλέχτηκε η μορφή οργάνωσης «σωματείο», είναι ότι μας δίνει μια ευχέρεια στην παρέμβασή μας στους χώρους εργασίας, έχει ένα θεσμικό κύρος τόσο απέναντι σε κρατικούς φορείς (επιθεώρηση εργασίας, ΙΚΑ, δικαστήρια) όσο και σε αφεντικά και μια κοινωνική αποδοχή από μέρους των εργαζομένων (όσο απαξιωμένο και αν είναι αυτό που λέμε «συνδικαλισμός», σε μια εργατική κόντρα, ή ανάγκη να οργανωθεί κάποιος ή κάποια πιο εύκολα σκέφτεται ένα σωματείο παρά μια εργατική συλλογικότητα). Η απόφαση δεν είναι μονοσήμαντη, ούτε θεωρούμε ότι οι προβληματικές της μορφής “σωματείο” είναι λιγότερες, ή πιο εύκολα επιλύσιμες. Αναγνωρίσαμε το κενό στο κοινωνικό – εργασιακό πεδίο και προσπαθούμε, όπως και άλλες συνιστώσες, να συμβάλλουμε στο χτίσιμο αντιστάσεων.
Από κει και πέρα οι διαδικασίες βάσης ήταν φυσικά για μας μονόδρομος. Κινούμαστε με βάση την ενεργή συμμετοχή όλων στη συνέλευση και στις δράσεις και το ΔΣ έχει καθαρά τυπικό χαρακτήρα. Και όχι μόνο αυτό, προσπαθούμε να αναπτύξουμε σχέσεις μέσα από μια αγωνιστική καθημερινότητα στους χώρους εργασίας καλώντας σε μοιράσματα, σε αποκλεισμούς και δράσεις. Προσπαθούμε, αν και είναι ακόμα νωρίς, να συνδεθούμε με ένα στοιχειώδη τρόπο με άλλα αγωνιζόμενα υποκείμενα. — ΝΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ —
Όρια του σωματείου βάσης
Υπάρχουν φυσικά όρια και αδυναμίες αυτής της μορφής, τα οποία μπορεί να είναι νομικά, οργανωτικά και πολιτικά (φυσικά οι απαντήσεις σε αυτά οφείλουν να είναι πολιτικές). Νομικά όρια προκύπτουν λόγω της θεσμικής μορφής ενός τέτοιου μορφώματος, στον τρόπο με τον οποίο θα εκφέρουμε το λόγο μας σε μια προκήρυξη ή στο ποιες δράσεις θα επιλέξουμε να κάνουμε (πχ αφισοκολλήσεις τζαμαριών). Αυτά τα όρια εμείς επιλέγουμε να τα βάζει η συνέλευση, στο τι μπορεί και τι όχι να σηκώσει συλλογικά και όχι μετακυλίοντας την ποινική ευθύνη στο ΔΣ. Οργανωτικά όρια προκύπτουν λόγω του χρόνου και της δέσμευσης που απαιτεί μια τέτοια διαδικασία βάσης, μπορεί κόσμος με υποχρεώσεις οικογενειακές να συμμετέχει σε πολύωρες συνελεύσεις κάθε βδομάδα; Μπορεί να συνεισφέρει ενέργεια σε όλες τις δράσεις τους σωματείου;
Σχετικά με τα πολιτικά όρια. Είναι γεγονός ότι η μορφή σωματείο σε ένα κατακερματισμένο κλάδο όπως του επισιτισμού (στον τριτογενή τομέα), με όλη την προσωρινότητα, την επισφάλεια, το lifestyle πολλές φορές (συν την «νύχτα») μπορεί είναι προβληματική ως προς τη συσπείρωση και την παρέμβαση . Ένα άλλο ζήτημα που αφορά τη δομή σωματείο είναι η δομική ίσως τάση για μονόπλευρη απεύθυνση στον κλάδο που παρεμβαίνει, όπως και η αναπαραγωγή των διαχωρισμών των εργαζομένων συχνά και στην ίδια επιχείρηση. Εμείς, τουλάχιστον σε επίπεδο λόγου και συγκρότησης απευθυνόμαστε σε όλους τους συναδέλφους και σε όλα τα πόστα και επιθυμούμε τη σύνδεση με άλλα αγωνιζόμενα υποκείμενα. Το βάθος, η συνέπεια, και το αν τελικά αισθάνεται ο καθένας και η καθεμία ότι μπορεί να ασχοληθεί με διάφορα άλλα πράγματα και να κάνει μια συνολικότερη κριτική μέσα από μια τέτοια δομή είναι μάλλον εκεί που προσκρούει αυτή η μορφή. Αν και όπως είπαμε αντιλαμβανόμαστε το σωματείο βάσης στον κλάδο του επισιτισμού σαν εργαλείο αναφορικά με το χτίσιμο σχέσεων και τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα, δεν απορρίπτουμε –και πολλές φορές συμμετέχουμε κιόλας- άλλες μορφές οργάνωσης στους χώρους εργασίας (πχ επιτροπές/συνελεύσεις αλληλεγγύης, εργατικές ομάδες) ούτε και συνολικά θεωρούμε πως τα σωματεία βάσης είναι μονόδρομος (τόσο λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, όσο και λόγω διαφορετικών πολιτικών επιλογών).
Σχετικά με την ταξική σύνθεση στον κλάδο του επισιτισμού
Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε τις παραμέτρους που διαμορφώνουν τη σύνθεση των εργατών και εργατριών στον κλάδο, και χωρίς να θεωρούμε καθόλου ότι έχουμε το κλειδί εξήγησης των στάσεων ή αντιδράσεών τους, μπορούμε να επισημάνουμε κάποια κεντρικά χαρακτηριστικά, σαν αφορμή για παραπέρα συζήτηση. Οι επισημάνσεις ΔΕΝ είναι απόλυτες, απλά αναφέρονται σαν τάσεις.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι στα τελευταία 15-20 χρόνια έχουν αυξηθεί οι θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης (και λόγω της κοινωνικής – ταξικής προέλευσης των εργαζόμενων, και σαν συστηματική προσπάθεια των αφεντικών). Άρα μειώθηκαν οι δυνατότητες για αξιοποίηση του “εργασιακού εκβιασμού” από τη μεριά των εργατών/εργατριών.
Παρατηρούμε ότι μεγάλο ρόλο στον καταμερισμό εργασίας (άρα και στην εργατική δύναμη μας που υποτιμάται) παίζουν στοιχεία πέρα από τη γνώση ή εμπειρία στο αντικείμενο της δουλειάς: κοινωνικές δεξιότητες, εμφάνιση, σώμα (κυρίως στις γυναίκες, όπου πολλές φορές η φροντισμένη και “ελκυστική” εμφάνιση είναι περίπου απαιτούμενο προσόν που αγοράζεται και πουλιέται στην πιάτσα).
Παρατηρούμε, ειδικά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μεγάλος όγκος των εργαζόμενων να σκέφτεται την εργασία ως “προσωρινή”, τις απολαβές του ως “έξτρα” και το μέλλον του σίγουρα σε “καλύτερη δουλειά κάπου αλλου”. Σαν αποτέλεσμα, οι συχνές εναλλαγές χώρων εργασίας, η αποφυγή ανοίγματος μετώπων με την εργοδοσία, η – περίπου- σιωπή στην παράνομη εκμετάλλευσή του, γίνονται κανόνας.
Παρατηρούμε, όπως και αλλού φυσικά, ότι η αποσυλλογικοποίηση, η έξαρση του ατομικού συμφέροντος στα όρια της κανιβαλικής εκμετάλλευσης του συναδέλφου, η απώλεια εμπιστοσύνης σε συλλογικούς αγώνες και τις κοινότητες αυτών, κυριαρχούν και στον κλάδο του επισιτισμού.
Αυτά βέβαια δεν τα βλέπουμε φέτος. Αποτέλεσμα κοινωνικών και ιδεολογικών διαδικασιών και κινήσεων 40 χρόνια τώρα, στις οποίες κινήσεις μεγάλα κοινωνικά κομμάτια, αφού τράφηκαν με φανταχτερή άνοδο του βιοτικού επιπέδου και εξέθρεψαν ελπίδες για καταξιωμένο μέλλον για τους απογόνους τους, προσγειώθηκαν απότομα στο σκληρό έδαφος της κρίσης, με το όποιο δίχτυ ασφαλείας τρυπημένο από χρόνια δανείων και lifestyle. Επόμενο λοιπόν η εργασία στον κλάδο να υποτιμάται πολλές φορές από εμάς τους ίδιους.
Προσπαθώντας να συμβάλλουμε στην οργάνωση εργατικών αντιστάσεων από εμάς και άλλους εργαζόμενους, βλέπουμε ότι εμπειρίες αγώνων, σαν παρακαταθήκη, επίσης δεν υπάρχουν, όπως σε άλλους κλάδους (π.χ. δάσκαλοι). Όλα τα παραπάνω όμως, όπως και σε κάθε κλάδο, είναι πράγματα που πρέπει να παίρνει κανείς υπόψην ώστε να μπορέσει να προβάλει αντιστάσεις με κάποια συνέχεια στο χρόνο, πέρα από χρήσιμα μεν, μεμονωμένα δε πυροτεχνήματα επιτυχιών στην επιθεώρηση εργασίας. Είναι για παράδειγμα εύκολη μια γενική απεργία στον κλάδο του επισιτισμού; Τι αντίκτυπο θα έχει και πόσος κόσμος θα συμμετάσχει; Είναι το ίδιο με μια απεργία λιμενεργατών; Μήπως έχουν περισσότερη σημασία άμεσες συγκρούσεις, στοχευμένες (Banquet,Via Vai, Pizza Hut παλιότερα στην Αθήνα) που θα αναδεικνύουν όμως συνολικότερα προβλήματα του κλάδου και γενικότερα της συνθήκης που όλες και όλοι βιώνουμε; Επιπλέον, για να κυκλοφορήσει ένας τέτοιος αγώνας, οι στόχοι του, ο λόγος του κλπ χρειάζεται πολύ περισσότερο τρέξιμο, προπαγάνδιση (βλ. Banquet) από ότι μια διεκδίκηση στις μεταφορές, όπου έχει άμεσο υλικό αντίκτυπο (κοινωνική πίεση) και βάζει περισσότερο κόσμο να σκεφτεί στο γιατί γίνεται ο αγώνας αυτός. Τέλος, σε κάθε τέτοιο πεδίο σύγκρουσης υπάρχουν ιδιαιτερότητες, πχ άλλο τα Goodys, άλλο η Μπούκα ή το Καφεναί, άλλο ο τύπος που έχει σχέση με νύχτα κλπ. και άρα τα εργαλεία προσέγγισης και αντίστασης οφείλουν να είναι διαφορετικά. Ήδη είναι, τουλάχιστον από τη μεριά των αφεντικών, (αν και σε συγκεντρωμένες πιάτσες οι εργοδοσίες δείχνουν να λειτουργούν παρόμοια). Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπάρχει συνταγή-πανάκεια για όλα.
Εξειδικεύοντας, θα θέλαμε να αναφερθούμε στις ιδιαιτερότητες κάθε πόστου και στο πώς αυτές δημιουργούν άλλες δυνατότητες για σαμποτάζ/αντίσταση αλλά και αδυναμίες συγκρότησης κοινότητας. Υπάρχουν οι τεχνητοί, ιεραρχικοί (ή και έμφυλοι) διαχωρισμοί μπαρ και σέρβις αλλά και η δυνατότητα του πακετά να λουφάρει και να ορίσει μια αυτονομία στο πώς διαχειρίζεται το χρόνο του εκτός μαγαζιού. Υπάρχει η υποτιμημένη εργασία της λάντζας αλλά και η δυνατότητα για σαμποτάζ από την τηλεφωνήτρια στο κέντρο. Το ζητούμενο είναι πώς θα βρεθούν όλες και όλοι αυτοί αντιλαμβανόμενοι μια ενότητα συμφερόντων και όρων εκμετάλλευσης ενώ μπορεί και να μη συναντιούνται καν στον ίδιο χώρο δουλειάς και να μην αντιμετωπίζουν ως σημαντικά τα ίδια προβλήματα (για παράδειγμα, όταν στηνόταν η ΣΒΕΟΔ, υπήρχε δυσκολία για ένα κοινό πλαίσιο αγώνα μεταξύ delivery και courier).
Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην μιλήσουμε λίγο παραπάνω για την μεταναστευτική υποκειμενικότητα. Σίγουρα δεν είμαστε αυτές και αυτοί που θα αναλύσουν τις ροές της μεταναστευτικής εργασίας, τις συνέπειές τους και τις σχετικές κινήσεις του κεφαλαίου. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάποια σχόλια στο πώς αλλάζει η σύνθεση της εκμεταλλευόμενης υποκειμενικότητας με βάση κάποιες παρατηρήσεις και εμπειρίες. Οι μετανάστες και οι μετανάστριες κάνουν τις πιο υποτιμημένες δουλειές και στον κλάδο του επισιτισμού. Συχνά αόρατοι και από τους ίδιους τους συναδέλφους -και όχι μόνο λόγω της φύσης των πόστων- και συχνά παράνομοι. Πολλές φορές οι ίδιοι οι μετανάστες δημιουργούν τα δικά τους δίκτυα αλληλοστήριξης, αλλά και εκμετάλλευσης και αναπτύσσουν τη δική τους σχέση με τη “νύχτα”, όπως και το δικό τους ανταγωνιστικό πλούτο, απρόσιτο από άλλα υποκείμενα Οι δυσκολίες στη γλώσσα, οι διαφορές στην κουλτούρα, τόσο αγωνιστική (εμπειρία διεκδικήσεων, διαδηλώσεων, άγνοια δικαιωμάτων) όσο και κοινωνική (πχ πολιτισμικές διαφορές), ο φόβος της άδειας παραμονής και ο χωροταξικός διαχωρισμός (διαφορετικές γειτονιές) είναι παράγοντες που δυσχεραίνουν απόπειρες επικοινωνίας και συνάντησης. Μια τέτοια συνάντηση απαιτεί συστηματικότερες και μεθοδικότερες προσεγγίσεις, προσπάθειες που απαιτούν χρόνια συνεχούς παρέμβασης και αποφέρουν πρακτικά αποτελέσματα για τον εργάτη – μετανάστη και χτίσιμο σχέσεων μέσα στους αγώνες που δεν έχουμε πραγματοποιήσει ως τώρα.
Σχετικά με τους αγώνες
Αρχικά είναι μια πάρα πολύ μεγάλη συζήτηση για να αναπτυχθεί διεξοδικά από εμάς εδώ. Επίσης μιας και ως τώρα έχουμε ασχοληθεί κυρίως με τους αγώνες στο επίπεδο της παραγωγής/της έμμισθης εργασίας, για αυτούς μπορούμε να μιλήσουμε. Σίγουρα λοιπόν κάθε αγώνας έχει τα δικά του χαρακτηριστικά και σε αυτούς μπορούν να συνυπάρχουν χαρακτηριστικά ανταγωνιστικά όσο και συντηρητικά. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι αγώνες μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι του κοινωνικού ανταγωνισμού βέβαια. Επιπλέον πάρα πολλοί δεν κυκλοφορούν, χωρίς να μειώνεται έτσι η αξία τους ως ατομικές ή συλλογικές αντιστάσεις στους χώρους εργασίας. Θα προτιμούσαμε εδώ λοιπόν να κάνουμε απλά κάποια σχόλια πάνω σε κάποιους αγώνες που έχουμε συμμετάσχει ώστε να αποτελέσουν αφορμή προς συζήτηση.
Banquet: Είδαμε αυθόρμητη δράση από τα κάτω, μια έκρηξη ταξικής αντίστασης, με αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά αλληλεγγύης. Τουλάχιστον στην αρχή, όταν λειτουργούσε το κατάστημα, έγιναν τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία κοινότητας αγώνα.
Είδαμε, από την άλλη, ιδιαίτερα έντονη την επιρροή της διαμεσολάβησης, και στη διεξαγωγή του αγώνα (παραγκώνιση υποκειμένων, σύγχυση της στόχευσης και των επιλογών, ευλαβική χρησιμοποίηση συγκεκριμένων “αγωνιστικών” εργαλείων), αλλά και στην κατάληξή του.
Από τη μεριά των αγωνιζόμενων εργαζόμενων είχαμε, από ένα σημεία και έπειτα, παραίτηση ουσιαστικά από τον αγώνα, τον οποίο ανέλαβε να “τραβήξει” η δομή αλληλεγγύης που στήθηκε, με ό,τι σημαίνει αυτό για τα αυτόνομα χαρακτηριστικά του.
Από τη μεριά του αφεντικού είδαμε εκτενή χρησιμοποίηση του πλούσιου οπλοστασίου της εξουσίας και του κεφαλαίου και ουσιαστικά τη διατήρηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων.
Από τη μεριά των αλληλέγγυων στον αγώνα, είδαμε αυξημένη συμμετοχή στο όργανο αλληλεγγύης και προσπάθειες για την κυκλοφορία του, υπήρξαν προσπάθειες για εγκαθίδρυση οριζόντιας λειτουργίας και δράσης.
Από τη μεριά του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος είδαμε, στην καλύτερη περίπτωση, ευκαιριακή συμμετοχή για λόγους πολιτικής προσόδου.
Η υπερ-χρησιμοποίηση της μορφής “επιτροπής αλληλεγγύης”, ίσως αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς μπορεί μια δομή που παραδοσιακά ήταν όπλο των εργαζόμενων, να αποτελέσει, αν όχι την αγκύλωση του αγώνα, τουλάχιστον έναν ανασχετικό παράγοντα.
Επειδή η περίπτωση του Banquet συγκεντρώνει πολλά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά (ρόλος και στάση υποκειμένων, ρόλος παραδοσιακού συνδικαλισμού, σχέσεις της εργοδοσίας με κέντρα εξουσίας, και άλλα), αξίζει παραπάνω διερεύνηση για να αποκομίστεί κάποια εμπειρία για λογαριασμό του ταξικού ανταγωνισμού
Λέσχη ΑΠΘ: Η λέσχη του ΑΠΘ αποτελεί τυπικό παράδειγμα κοινωνικής παροχής που αποκόπτεται σταδιακά από τις συνδέσεις της και με τον κρατικό παράγοντα και με το κοινωνικό κομμάτι στο οποίο παρέχεται.
Η εργασιακή κατάσταση των εργαζόμενων (εργολαβικοί) και η προδιαγεγραμμένη μοίρα της παροχής “σίτιση φοιτητών”, σε συνδυασμό με την έλλειψη στόχευσης – πίεσης ( παρά την κατάληψη της Λέσχης), κατέστησαν τον αγώνα εύκολη υπόθεση για τους μηχανισμούς σίγασης που αφθονούν από τη μεριά της εξουσίας – εργοδοσίας. Πέρα από το βήμα της αρχικής κινητοποίησης, οι εργαζόμενοι-ες δεν προχώρησαν σε χειροπιαστές κινήσεις που θα βοηθούσαν πιθανώς την κατάστασή τους.
Από τη μεριά της εργοδοσίας (σύμπλεγμα Πρυτανείας – Υπ. Παιδείας – εργολάβου) είδαμε υποδειγματικό χειρισμό και απομόνωση ουσιαστικά των εργαζομένων στα πλαίσια του μηχανιστικά κινούμενου συνδικαλιστικού οργάνου τους. Οι μηχανισμοί που λυμαίνονται τις – υποτίθεται – δημόσιες παροχές στα πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανόμενης της συνδικαλιστικής ηγεσίας των εργαζόμενων, της πανεπιστημιακής αρχής και του εργολαβικού κυκλώματος δεν επέτρεψαν μέχρι τώρα σε 120 περίπου εργαζόμενους να αναπτύξουν αυτόνομα χαρακτηριστικά στον αγώνα τους, ακόμα και στο οριακό σημείο που βρίσκονται.
Από τη μεριά του εξ ορισμού καταναλωτή αυτής της παροχής είδαμε σχεδόν πλήρη αδιαφορία για τον αγώνα και τα χαρακτηριστικά του, πράγμα που ουσιαστικά αποστέρησε τους εργαζόμενους από το κύριο μέσο πίεσης που επέλεξαν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ η μορφή “σωματείο” (σίγουρα όχι βάσης) λειτούργησε καθαρά ανασχετικά στον αγώνα των μελών του, που παρ’ όλα αυτά δεν έκαναν κινήσεις ανεξαρτητοποίησής τους από αυτό.
Μπούκα: Στο συγκεκριμένο εστιατόριο, οι εργαζόμενοι-ες ανέπτυξαν αυτόνομα και οριζόντια χαρακτηριστικά, υλοποιώντας στην πράξη τη Συνέλευση εργαζομένων του καταστήματος, και στράφηκαν στο ΣΣΜ για την υποβοήθηση της κυκλοφορίας του αγώνα, την οποία σε επίπεδο δημόσιου λόγου επίσης είχαν αναλάβει. Προχώρησαν επομένως σε κάποια βήματα παραπάνω από όπου θα μπορούσε να παρέμβει και να βοηθήσει η δομή “σωματείο” καθώς έθεσαν ζητήματα αποτίναξης της μισθωτής σχέσης (αυτοδιαχείριση μέσων παραγωγής). Η ευνοϊκή στάση των θεσμικών φορέων στην περίπτωση αυτή, δείχνει ότι με την κατάλληλη κάθε φορά πίεση, μπορούν ακόμα και τώρα να αποτελέσουν χρήσιμο εργαλείο για τις εργατικές διεκδικήσεις.
Σε κάθε περίπτωση είναι κεντρικό σημείο για το ΣΣΜ η διατήρηση του αγωνιζόμενου υποκειμένου στην πρώτη γραμμή έμπρακτα, με τις διάφορες μορφές – δομές να βρίσκονται σε δεύτερο ρόλο. Πρώτα και κύρια για την πολιτική αυτονομία τους και το αδιαμεσολάβητο του αγώνα και μετά για να εξασφαλιστεί ο καλύτερος τρόπος χρησιμοποίησης των εργαλείων – δομών προς το συμφέρων των εργαζόμενων. Θεωρούμε τις δομές αυτές ως ανοιχτά συστήματα όπου δομούνται τα χαρακτηριστικά της εργατικής αυτοσυνείδησης και όπου χτίζεται η πολύτιμη εμπειρία αγώνων και αλληλεγγύης, και όχι ως πεδία παρέμβασης, όπου κατατίθενται έτοιμα τα χαρακτηριστικά αυτά
Σωματείο Σερβιτόρων Μαγείρων Θεσ/νίκης
(και λοιπών εργαζομένων στον κλάδου του επισιτισμού)