Για το εστιατόριο “Μπούκα”

Οι εργαζόμενοι/ες στο εστιατόριο μπούκα στη Θεσσαλονίκη στις 11 Μαρτίου 2011 προέβησαν σε καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας και επίσχεση εργασίας, απαιτώντας την άμεση καταβολή των δεδουλευμένων τους

Λόγος ήταν η στάση της εργοδοσίας από τον Φλεβάρη του 2010, η οποία με το πρόσχημα της κρίσης προχώρησε σε περικοπές στις ώρες, στα πόστα, και στα ένσημα. Η πραγματικότητα στο εστιατόριο μπούκα μοιάζει με αυτήν σε όλα τα καταστήματα επισιτισμού: απλήρωτες υπερωρίες, εικονικές συμβάσεις, ωράρια λάστιχο και προγράμματα σύμφωνα με το καλύτερο ρολάρισμα του μαγαζιού, απειλές πτώχευσης και συνεχόμενες απαιτήσεις.

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με προκλήσεις από την μεριά της εργοδοσίας, οδήγησαν στην παραίτηση πέντε εργαζόμενων. Λίγο πριν το καλοκαίρι, οι οκτώ εργαζόμενοι που συνέχισαν να εργάζονται στο εστιατόριο αποφάσισαν να κινηθούν συλλογικά απέναντι στην εργοδοσία και να σκληρύνουν τη στάσης τους.

Απ’ το Σεπτέμβρη, οπότε και η εργοδοσία επέβαλε περαιτέρω μειώσεις ωρών και περικοπές στους μισθούς, και μετά οι εργαζόμενοι βρέθηκαν αντιμέτωποι ξανά με λόγια μεγάλα, και εκδικητικές στάσεις, στον πυρήνα των οποίων ήταν το γνωστό “όποιος δεν θέλει να δουλεύει έτσι, να φύγει”. Η συστηματική και εκδικητική αργοπορία πληρωμών χωρίς καμιά προειδοποίηση και η αργοπορία καταβολής δώρων και των όποιων επιδομάτων, (τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με αυτά που πραγματικά δικαιούμαστε) έκαναν δύσκολη ακόμα και την επιβίωση των εργαζόμενων του εστιατορίου.

Η παραπάνω κατάσταση που περιγράφουν οι εργαζόμενοι στο κείμενό τους, είναι γνωστή σε όλους εμάς που δουλεύουμε στα μαγαζιά “διασκέδασης”…. Το μεροκάματο δύσκολο και καθυστερημένο, μισά ή και καθόλου ένσημα, αόρατες υπερωρίες, απλήρωτα νυχτερινά, κυριακάτικα και αργίες, ανύπαρκτα επιδόματα και δώρα, τσαμπουκάδες και απειλές από αφεντικά και υπεύθυνους. Και τώρα με την κρίση, άστο καλύτερα…. Το να βρεις δουλειά του ποδαριού πλέον θεωρείται “μεγάλη τύχη” και όλο και περισσότεροι εργάτες οδηγούνται στα 3 ευρώ την ώρα, μαύρα. Το αφεντικό κλαίγεται ότι δε βγαίνει και γι’ αυτό “αναγκάζεται” να μας πατήσει στο σβέρκο. Και φυσικά το “όποιος δεν θέλει ας φύγει” είναι η μόνιμη απειλή που μας αναγκάζει, με τον πέλεκυ της ανεργίας να κρέμεται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας, να κάνουμε συνέχεια και άλλες υποχωρήσεις.

Οι ατομικές ή συλλογικές διεκδικήσεις απέναντι στα αφεντικά μας αφήνουν σίγουρα παρακαταθήκη από τη στιγμή που αποτέλεσμά τους δεν είναι η καβάτζα ή το «ρίξιμο» των υπόλοιπων συναδέλφων. Είναι αγώνας δύσκολος που απαιτεί οργάνωση, επιμονή και ξεκάθαρους στόχους. Ευκταίο και πρόταγμα για εμάς είναι πάντα η συνεννόηση μεταξύ των εργαζομένων πριν από κάθε διεκδίκηση γιατί η συλλογική δράση, η αυτοοργάνωση και η συναδελφική αλληλεγγύη είναι αυτά που πολλαπλασιάζουν τη δύναμή μας. Επιλέγουμε να οργανωθούμε στo σωματείο του κλάδου μας ώστε να διεκδικήσουμε συλλογικά τα δικαιώματα μας. Πολύ σημαντικό όμως είναι να βρούμε τρόπους οργάνωσης και παρέμβασης στους χώρους δουλειάς μας. Η συνέλευση των εργαζομένων στο χώρο δουλειάς είναι το κύτταρο της εργατικής συγκρότησης, του αγώνα και της αποτελεσματικής διεκδίκησης. Αυτό ακριβώς έκαναν οι συνάδελφοι στο εστιατόριο «Μπούκα». Οι συνθήκες εργασίας τους δε διαφέρουν πολύ από τις συνθήκες σε όλο τον κλάδο, αυτοί όμως έκαναν ένα βήμα μπροστά. Σήκωσαν το κεφάλι και αποφάσισαν να διεκδικήσουν συλλογικά τα δικαιώματά τους.

 

Το Σωματείο σερβιτόρων μαγείρων και λοιπών εργαζόμενων στον κλάδο του επισιτισμού στέκεται πλάι στους εργαζόμενους στο εστιατόριο «Μπούκα» και θα τους στηρίξει μέχρι να νικήσουν, γιατί αυτή είναι η αντίληψη που έχουμε για το συνδικαλισμό. Θέλουμε δηλαδή, σωματεία που να είναι μαχητικά όργανα των ίδιων των εργαζομένων και να στέκονται ανυποχώρητα δίπλα στους αγώνες τους, όχι οχήματα για πολιτική ή οικονομική ανέλιξη μιας γραφειοκρατικής κάστας στην πλάτη των εργαζομένων. Όλοι οι εργαζόμενοι του κλάδου οφείλουμε να σταθούμε πλάι στους αγωνιζόμενους συναδέλφους μας και, ας μην έχουμε αυταπάτες, η καλύτερη αλληλεγγύη είναι η οργάνωση και ο αγώνας στους δικούς μας χώρους δουλειάς.

 

Σωματείο Σερβιτόρων Μαγείρων Θεσ/νίκης

και λοιπών εργαζομένων στον κλάδο του επισιτισμού

 

 

 

Πρώτο κείμενο της συνέλευσης εργαζομένων στο εσ τιατόριο “μπούκα”:

Το Σάββατο 5 Φλεβάρη 2011, όλοι οι εργαζόμενοι της μπούκας Θεσσαλονίκης, προχωρήσαμε σε στάση εργασίας. Οι λόγοι της απόφασής μας για στάση ήταν συγκεκριμένοι, όπως συγκεκριμένη ήταν και η στάση της εργοδοσίας τον τελευταίο χρόνο. Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε την πορεία των πραγμάτων που λάμβαναν χώρα στην επιχείρηση παρουσιάζοντας τα γεγονότα, όπως επίσης και την στάση μας ως εργαζόμενοι απέναντι σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο γύρω από την συγκεκριμένη επιχείρηση και να παρουσιάσουμε την πραγματικότητα από την πλευρά των εργαζομένων.

 

Από τον περσινό Φλεβάρη 2010 η εργοδοσία προχωρούσε σε κινήσεις που είχαν σε γενικές γραμμές και σε τελική ανάλυση έναν στόχο και ένα αποτέλεσμα. Ο στόχος φυσικά ήταν να αυξηθούν/ διατηρηθούν τα κέρδη, και το αποτέλεσμα να την πληρώνουν οι εργαζόμενοι. Έγιναν περικοπές στις ώρες, περικοπές στα πόστα, περικοπές στα ένσημα, και όλα αυτά με τα γνωστά προσχήματα. «Δεν βγαίνουμε, χρωστάμε, όλοι μαζί πρέπει να ζοριστούμε». Απλήρωτες υπερωρίες, σε περιπτώσεις υπεργασία, εικονικές συμβάσεις, ωράρια λάστιχο και προγράμματα σύμφωνα με το καλύτερο ρολάρισμα του μαγαζιού, απειλές πτώχευσης, και συνεχόμενες απαιτήσεις, είναι απλά ακόμα μερικά κομμάτια που συνέθεταν την πραγματικότητα, και συνέβαλαν στην όξυνση των σχέσεων και στην ρήξη. Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να επιχειρηματολογήσουμε πάνω στα αυτονόητα. Αυτά άλλωστε ακούγονται σε όλα τα μαγαζιά που κινούνται σε αυτήν την εις βάρος των εργαζομένων κατεύθυνση για την αύξηση/ διατήρηση των κερδών τους, ειδικά με την πρόφαση της «κρίσης».

 

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με αντιεπαγγελματικές συμπεριφορές και προκλήσεις από την μεριά της εργοδοσίας, οδήγησαν στην παραίτηση πέντε συναδέλφων μας, μιας και η πραγματικότητα δεν άφηνε και πολλά περιθώρια, όπως επίσης και γιατί ο αξιακός κώδικας του καθενός καθορίζει και την στάση του, πράγμα πλήρως κατανοητό και σεβαστό. Εν τέλη λίγο πριν το καλοκαίρι, φτάσαμε να συνεχίζουμε να εργαζόμαστε οκτώ συνάδελφοι οι οποίοι αποφασίσαμε να κινηθούμε συλλογικά απέναντι στην εργοδοσία, αν και καιρό πριν δουλεύαμε χωρίς τέτοια διάθεση, «απονήρευτοι», μιας και η δουλειά πήγαινε καλά και η εργοδοσία δεν είχε κάποιο λόγο να φανερώσει τις διαθέσεις της. Φυσικά βέβαια η στάση μας μεταλλασσόταν με τον καιρό, μιας και η αδιαλλαξία της εργοδοσίας μας ωθούσε όλο και περισσότερο στα άκρα. Φράσεις, στάσεις, απαιτήσεις, κατηγορίες και νέες κινήσεις εναντίον μας ήταν και είναι αιτίες σκλήρυνσης της στάσης μας. Για παράδειγμα, πριν το καλοκαίρι, σε μια προσπάθεια για φρενάρισμα της κατρακύλας κάναμε πρόταση για κολεκτιβοποίηση της επιχείρησης με δικούς μας όρους που τους γνωστοποιήσαμε στην εργοδοσία, έχοντας στόχο να κάνουμε ξεκάθαρο πως αν είναι να μοιραστούμε την χασούρα, θα έχουμε κι εμείς λόγο για το μαγαζί. Η απάντηση σε αυτήν την πρόταση ήρθε το Σεπτέμβρη, και ήταν διαφωτιστική. Περαιτέρω μειώσεις ωρών, περικοπές στους μισθούς και αδιαλλαξία. Σε αυτή τη συνθήκη, μετά από κουβέντα αποφασίσαμε να συνεχίσουμε να δουλεύουμε σε μια απογυμνωμένη πλέον συνθήκη αφεντικών-εργατών, και εξηγούμαστε χωρίς να απολογούμαστε.

Η μισθωτή εργασία για βιοποριστικούς λόγους είναι μια εκβιαστική πραγματικότητα που δύσκολα αφήνει περιθώρια. Συνεχίσαμε να δουλεύουμε ενωμένοι απέναντι στην εργοδοσία, συνδιαμορφώνοντας τις κινήσεις μας, κάνοντας το πρόβλημα του ενός εργαζόμενου πρόβλημα όλων διεκδικώντας τα αυτονόητα, με γνώμονα την αλληλεγγύη και την συναδελφικότητα να διαποτίζουν τις σχέσεις μας. Είναι μια εμπειρία που μας δυνάμωσε, μας ένωσε, μας ωρίμασε και συνεχίζει να το κάνει. Όλη αυτή η διαδικασία αλληλεγγύης, συνδιαμόρφωσης και αγώνα αποτελεί για εμάς μια συνειδητή πολιτική επιλογή.

Σίγουρα υπάρχουν αντιφάσεις, σίγουρα μπορεί να προκύψουν ερωτήματα, αλλά αυτό που έχουμε να πούμε είναι πως στην πράξη τις/τα αντιμετωπίζουμε. Η διαδικασία της οργάνωσης των εργαζομένων, ειδικά όταν στόχος είναι η αξιοπρεπής στάση και όχι ο κανιβαλισμός, δεν είναι μια υπόθεση που επιδέχεται κάποιο φόρεμα διαχρονικής επαναστατικής στάσης, εφαρμοσμένης και επιτυχημένης. Κάθε περίπτωση σε κάθε εργασιακό χώρο είναι ιδιαίτερη και μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν υπάρχουν πεπατημένες γιατί πολύ απλά δεν τις βλέπουμε να ανθίζουν. Ανακαλύπτουμε τον δρόμο του αγώνα αγωνιζόμενοι. Έτσι για μας ήταν επιλογή να σεβαστούμε ο ένας τις ταχύτητες του άλλου, για να προχωράμε μαζί διεκδικώντας, με αμοιβαίες υποχωρήσεις όσων αφορά την στάση μας καθιστώντας την έτσι όσο πιο συλλογική γίνεται. Γιατί πολύ απλά έτσι βλέπουμε τα πράγματα να προχωρούν.

Τους τελευταίους μήνες, απ’ τον Σεπτέμβρη και μετά απ’ όπου έγινε απόλυτα ξεκάθαρο το τοπίο με συγκεκριμένες συμφωνίες με την εργοδοσία και μια «νέα εποχή» να ξεκινά, βρεθήκαμε αντιμέτωποι ξανά με λόγια μεγάλα, και εκδικητικές στάσεις. Αντιεπαγγελματικές συμπεριφορές από την πλευρά των αφεντικών, αθέτηση των συμφωνιών, μια συνεχής λογική του στυλ «όποιος δεν θέλει να δουλεύει έτσι, να φύγει», μιας και βολεύει την εργοδοσία να παραιτηθείς από τα δικαιώματά σου και την εργασία σου. Συστηματική και εκδικητική αργοπορία πληρωμών χωρίς καμιά προειδοποίηση, κάνοντας δύσκολη ακόμα και τη διαβίωσή μας. Στην πραγματικότητα διεκδικούμε συνεχώς να πληρωθούμε τα δεδουλευμένα. Αργοπορία καταβολής δώρων και των όποιων επιδομάτων, (τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με αυτά που πραγματικά δικαιούμαστε) με τουλάχιστον αστεία επιχειρήματα που λίγο πολύ λένε πως έτσι είναι τα πράγματα, και όλα είναι καλά.

Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους, σήμερα Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011 προβήκαμε σε καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας για να διεκδικήσουμε τα δεδουλευμένα. Και ταυτόχρονα προχωρούμε σε επίσχεση εργασίας, αρνούμενοι να προσφέρουμε άλλο εθελοντικά την εργασία μας στην εν λόγω επιχείρηση υπό αυτές τις συνθήκες, καθιστώντας παράλληλα δημόσια ξεκάθαρη τη θέση μας.

Απαιτούμε την άμεση καταβολή των δεδουλευμένων.

Υπερωρίες, κυριακάτικα, νυχτερινά, υπόλοιπα δώρων, επιδόματα αδείας, τελευταίους μισθούς.

 

Οι εργαζόμενοι/ες

στο εστιατόριο μπούκα στη Θεσσαλονίκη.

11/3/2011

 

 

 

Δεύτερο κείμενο της συνέλευσης εργαζομένων στο εστιατόριο “μπούκα”:

 

Στις 11/3/2011 οι εργαζόμενοι στο εστιατόριο μπούκα Θεσσαλονίκης, προβήκαμε σε επίσχεση εργασίας και σε καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας, για λόγους που αναφέραμε στο πρώτο μας κείμενο. Η επίσχεση εργασίας για όσους δεν ξέρουν είναι ένα δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί από τον μισθωτό όταν η εργοδοσία καθυστερεί την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών ή δεν εκπληρώνει τις νόμιμες ή συμβατικές της υποχρεώσεις. Ασκώντας το δικαίωμα αυτό ο εργαζόμενος διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να του καταβληθούν τα δεδουλευμένα ή μέχρι να συμμορφωθεί ο εργοδότης.

Στα πλαίσια ενός  ιστορικού για τις συνθήκες που μας οδήγησαν στις παραπάνω κινήσεις καθώς και στην αποκατάσταση της πραγματικότητας σε ότι αφορά την ψευδή εικόνα του συλλογικού εγχειρήματος που έντεχνα προωθήθηκε από την εργοδοσία για λόγους «μάρκετινγκ» στην πλάτη των εργαζομένων και του ευρύτερου κινηματικού χώρου, παραθέτουμε τα εξής:

Από τον Φλεβάρη του 2010 στην επιχείρηση εισέβαλε ο ιός της κρίσης, μια συνθήκη που κατά γενική ομολογία ευνόησε τις τάξεις των αφεντικών, καθώς αποτέλεσε μια πολύ καλή αφορμή για περικοπές και απολύσεις. Έτσι, και σε συνδυασμό με την μείωση της κίνησης στην αγορά, σειρά παίρνουν συνεχείς «συνελεύσεις»-ανακοινώσεις (που καμία σχέση δεν έχουν με τις συνελεύσεις των ατόμων που κινούνται συλλογικά) για περικοπές ωρών και μισθών στα πλαίσια της εξόδου από την κρίση. Αυτή η νέα συνθήκη στην επιχείρηση όρισε και την ξεκάθαρη θέση μας απέναντι στην εργοδοσία.

Μέχρι και τα τέλη του Μάη του 2010 η συνθήκη των περικοπών αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά μας γνωστοποιείτε, εκ της εργοδοσίας, η διακοπή των ενσήμων για τον Ιούνη καθώς και η παύση της εργασίας μας στο τέλος του ίδιου μήνα. Αυτό το γεγονός, σαν τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, οδήγησε 5 συναδέλφους μας στην παραίτηση. Χωρίς να οικειοποιηθούμε όρους νίκης ή ήττας βλέπουμε πως σε πρώτο χρόνο η εργοδοσία κατάφερε να απεμπλακεί από 5 εργαζόμενους διατηρώντας το προφίλ-στην Μπούκα δεν απολύεται κανείς. Όμως επαναλαμβάνουμε τα λόγια των πρώην συναδέλφων μας-η αναγκαστική παραίτηση ισοδυναμεί με απόλυση. Συμπληρωματικά, η επιχείρηση χωρίς να καταβάλει τα επιδόματα αδείας (καταβλήθηκαν λειψά τον Οκτώβρη του 2010, και έπειτα από συλλογική απαίτηση),  λειτουργεί τους μήνες Ιούλιο και το τελευταίο 15ήμερο του Αυγούστου χωρίς τους εργαζόμενους.

Έπειτα από τις αποχωρήσεις των 5 συναδέλφων μας, σεβόμενοι την ατομική τους επιλογή ενάντια στην εργοδοσία, και έπειτα από κύκλους συζητήσεων που προέκυψαν, αποφασίσαμε να κινηθούμε συλλογικά για το υπόλοιπο διάστημα, δημιουργώντας την συνέλευση των εργαζομένων. Έτσι σεβόμενοι τις ταχύτητες του καθενός, τις όποιες πολιτικές διαφωνίες μεταξύ μας και θέτοντας τους ελάχιστους πολιτικούς παράγοντες της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας που διαποτίζουν τις σχέσεις μας, παράγοντες που ενισχύθηκαν με αυτόν και τον οποιοδήποτε αγώνα, επιλέξαμε την περαιτέρω συλλογική διαχείριση των ζητημάτων που προκύπτουν.

Ξεκαθαρίζοντας πως η συνέλευση αποτελούνταν μόνο από εργαζομένους που δεν είχαν καμία σχέση με το κεφάλαιο και τη διαχείριση της επιχείρησης, προτείναμε ως το τελευταίο δείγμα καλής θέλησης για την σωτηρία, την κολεκτιβοποίηση της επιχείρησης,  παραθέτοντας ένα συνολικό πλάνο συλλογικής διαχείρισης (πρόταση που σε τελική ανάλυση αποδείχθηκε χάσιμο χρόνου).  Η απάντηση στις 31 Αυγούστου ήταν η ακόλουθη:

Αρνούμαστε την πρότασή σας επειδή δεν το επιλέγουμε. Αν θέλετε να δουλέψετε,  θα δουλέψετε έτσι (με νέες περικοπές σε ώρες και μισθούς). Ακόμα και να ανέβει ο τζίρος του μαγαζιού δεν αλλάζει κάτι.

Αν δε θέλετε…

Εδώ θα θέλαμε να τονίσουμε πως δε παραθέτουμε κλαδικά ζητήματα σαν παραδείγματα καθώς αποφασίσαμε την συλλογική πορεία ενάντια στην εργοδοσία, κάνοντας το ατομικό πρόβλημα, συλλογικό. Έτσι και με τον εκβιαστικό παράγοντα της ανεργίας συνεχίσαμε να εργαζόμαστε με ξεκάθαρες απαιτήσεις και ξεκάθαρες σχέσεις. Ξεκάθαρες όμως μόνο από τη μεριά μας. Την 27η Οκτώβρη λόγω μειωμένης κίνησης κόβεται προσωρινά το πόστο ενός διανομέα. Την επόμενη μέρα παρουσία όλων των εργαζομένων, υπενθυμίσαμε ό,τι είχε συμφωνηθεί. Ότι όπως  δεν υπάρχει προοπτική καλύτερων συνθηκών, δεν υπάρχει και το αντίστροφο. Και όταν δεν υπάρχει συλλογική διαχείριση και αυτοδιεύθυνση, δεν θα υπάρχει και συλλογική αποδοχή της χασούρας. Γιατί η περίοδος της καλοπροαίρετης εκμετάλλευσης τελείωσε. Η εργοδοσία επέλεξε να κλείσει την επιχείρηση εκείνη τη μέρα.

Από τότε ξεκίνησε και το πανηγύρι των αρνήσεων ή καθυστερήσεων στις πληρωμές και των απειλών για lock out και πτώχευση.  Παράλληλα εκείνη την περίοδο μαθαίνουμε πως τέλη Ιούνη υπογράφηκαν εν αγνοία μας και παράλληλα με την εκβιαστική διακοπή της εργασίας μας οικειοθελείς αποχωρήσεις (παραιτήσεις). Επίσης ότι κατατέθηκαν εικονικές συμβάσεις εργασίας ενυπόγραφες (όχι από εμάς όμως) με αναντιστοιχίες στις ώρες και μέρες εργασίας για την καταβολή των ενσήμων.  Από τότε ξεκίνησε και η δική μας διεργασία για την καλύτερη δυνατή αποχώρηση από την επιχείρηση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Και όλα αυτά εν μέσω μιας διαρκής άγνοιας για την επόμενη μέρα, καθώς όλα άλλαζαν χωρίς να ενημερωθούμε.

Και ενώ το φάντασμα της πτώχευσης πλανάται, η επιχείρηση ανοίγει το Γενάρη του 2011, με νέες προοπτικές μακράς λειτουργίας (νέες τιμές, νέοι κατάλογοι). Οι εσκεμμένες καθυστερήσεις και επιλεκτικές καταβολές μισθών συνεχίζονταν, και με πάτημα την απουσία 2 εργαζομένων στις 29 Γενάρη του 2011 λόγω της πορείας στην Ηγουμενίτσα και ενός για προσωπικούς λόγους, η άρνηση καταβολής των μισθών συνοδεύτηκε και από τη θέση της εργοδοσίας-ζητήστε τα λεφτά από τα φιλαράκια σας που έλειπαν. εγώ τρέλα πουλάω. Παρόλο που προτάθηκε από τους εργαζομένους να καλυφθούν τα συγκεκριμένα μεροκάματα από τρίτους, η εργοδοσία δεν το θεώρησε απαραίτητο. Και η τρέλα συνεχίστηκε όταν στις 5 Φλεβάρη καλέσαμε την εργοδοσία σε μιτινγκ ζητώντας εξηγήσεις για τις καθυστερήσεις μισθών (καθώς υπήρχε σιγή ιχθύος από την εργοδοσία) και η απάντηση ήταν: «λεφτά δεν υπάρχουν, θα σας δώσω όταν θα έχω, πάρτε δάνειο». Η απάντησή μας ήταν να προβούμε σε στάση εργασίας, πράγμα που δεν ενόχλησε καθόλου την εργοδοσία καθώς το λειτούργησε χωρίς τους εργαζόμενους. Η αθέτηση των «συμφωνιών» επαναλήφθηκε όταν λόγω μειωμένης κίνησης το μαγαζί λειτούργησε πάλι χωρίς τους εργαζόμενους στις 6 και 7 Μαρτίου.

Μετά από όλα αυτά και αφού είχε εξαντληθεί κάθε τρόπος επίλυσης των καθημερινών και γενικών προβλημάτων που αντιμετωπίζαμε, προχωρήσαμε σε συλλογική καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας και ταυτόχρονα σε επίσχεση εργασίας όχι μόνο για να διεκδικήσουμε τα δεδουλευμένα και να σταματήσουμε να παρέχουμε αμισθή την εργασία μας αλλά :

  • για να αναδείξουμε τις συνθήκες με τις οποίες δουλεύαμε τον τελευταίο χρόνο πάνω στις οποίες κάποιοι πατήσανε, διαδίδοντας ψευτιές για κολεκτιβοποιημένη εργασία, αυτοδιεύθυνση και μοίρασμα κερδών,  όρους προταγματικούς για εμάς, που χρησιμοποιήθηκαν για λόγους «μάρκετινγκ» στις πλάτες των εργαζομένων και του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος.
  • για να αποτελέσει μια παρακαταθήκη για την δημιουργία και τον τρόπο διαχείρισης νέων εγχειρημάτων που κατά τη γνώμη μας πλέον, πρέπει να έχουν αυστηρά ληγμένες σχέσεις από την αρχή οποιοσδήποτε και να είναι ο σκοπός τους.
  • για να διευκρινιστεί η οποιαδήποτε εικόνα είχε σχηματιστεί έντεχνα όλον αυτό τον καιρό για οικονομική στήριξή των κρατουμένων από την επιχείρηση (καθώς οποιαδήποτε στήριξη υπήρχε, ήταν ατομική επιλογή του καθενός από τον μισθό του)

 

Οι εργαζόμενοι της μπούκας επιλέξαμε αυτές τις μορφές δράσεις, που έχουν αναδειχθεί απ’ το ευρύτερο κίνημα, στα πλαίσια ενός αγώνα που ξεκινήσαμε για να υπερασπιστούμε τη θέση μας σε μια κοινωνική συνθήκη που επικρατεί ο φόβος στους εργασιακούς χώρους, όπου οι απειλές της απόλυσης έως και οι επιθέσεις σε εργαζόμενους από τα αφεντικά δεν αφήνουν πολλά περιθώρια. Γνωρίζουμε όμως πως δεν μπορούν όλοι οι επισφαλείς εργάτες, στον κλάδο του επισιτισμού για παράδειγμα, να οικειοποιηθούν εν μία νυκτί αυτές τις δράσεις, παρ’ όλα αυτά τους καλούμε να το κάνουν.

 

Η απόφαση να κινηθούμε με αυτόν τον τρόπο απ’ την άλλη όμως δεν είναι και σε καμία περίπτωση προσπάθεια από μέρους μας να δείξουμε τον «σωστό δρόμο». Όπως αναφέραμε και στο πρώτο μας κείμενο,  «κάθε περίπτωση σε κάθε εργασιακό χώρο είναι ιδιαίτερη και μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν υπάρχουν πεπατημένες γιατί πολύ απλά δεν τις βλέπουμε να ανθίζουν. Ανακαλύπτουμε τον δρόμο του αγώνα αγωνιζόμενοι.» .

 

Με την καταγγελία στην επιθεώρηση εργασίας, επιλέξαμε να προστατέψουμε ότι μπορούμε από τα δεδουλευμένα μας, και με την επίσχεση εργασίας το μπλοκάρισμα της παραγωγής. Όπως αναφέρουμε και παραπάνω, μετά από συστηματικές απειλές πτώχευσης, την, χωρίς τις υπογραφές μας, οικειοθελή αποχώρηση τους μήνες του καλοκαιριού που έσβησε ως δια μαγείας αποζημιώσεις χωρίς καν να ενημερωθούμε, τις συμβάσεις που καμιά σχέση δεν είχαν με τις μέρες και ώρες εργασίας μας υπογεγραμμένες από αγνώστους μέχρι σήμερα, και την γενικότερη κοροϊδία που δεχόμασταν τον τελευταίο χρόνο, επιλέξαμε να «οπλιστούμε» χωρίς υπερβολές και πυροτεχνήματα.

Απέναντι σε αυτές μας τις κινήσεις εν τέλει, η εργοδοσία επέλεξε το lock out της επιχείρησης. Δεν μπορέσαμε έτσι να ενημερώσουμε με παρεμβάσεις τους πελάτες και τον κόσμο, για τους λόγους που οι εργαζόμενοι επέλεξαν να προβούν σε αυτές, παρά μόνο αφήνοντας κείμενα έξω από την επιχείρηση, κολλώντας αφισάκια στην γειτονιά και ενημερώνοντας τα γύρω μαγαζιά. Τα κείμενα και οι αφίσες βέβαια σκίζονταν σε χρόνο ρεκόρ. Το κλείσιμο της επιχείρησης και η σιγή ιχθύος για τις εργασιακές μας διεκδικήσεις απ’ την μεριά της εργοδοσίας έχει ανάμεσα σε πολλούς άλλους σκοπούς, και την ώθηση στα όρια των οικονομικών μας δυνατοτήτων. Τα αφεντικά όπως και σε άλλες περιπτώσεις, ποντάρουν στην συνεχή παράταση για την εύρεση λύσης με σκοπό να πιεστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι εργαζόμενοι. Παραμένουμε εν τέλει έως τώρα απλήρωτοι  χωρίς καμιά ουσιαστική απάντηση.

 

Δεν ψάχνουμε χειροκροτητές και παράσημα, ούτε χώρο για πολιτικάντικες αντιπαραθέσεις. Γιατί ως πολιτικά υποκείμενα, και μέσα από την πορεία μας στο ριζοσπαστικό κίνημα, αναγνωρίζουμε ως ένα από τα πολυτιμότερα χαρακτηριστικά του, το γεγονός πως άνθρωποι με διαφορετικές αφετηρίες και βιώματα, ζυμώνονται, αλλάζουν, μαθαίνουν, εξελίσσονται, κάνουν λάθη, επικοινωνούν τις εμπειρίες τους και συντροφεύουν ο ένας τα βήματα του άλλου μέσα από ειλικρινείς και ανιδιοτελείς σχέσεις που οικοδομούν το συλλογικό.

 

Έχουμε κάθε διάθεση για ενημέρωση σε όσους ενδιαφέρονται, για κριτική, και για συζήτηση, όπως κάνουμε από την αρχή αυτής της διαδικασίας με συντρόφους, φίλους, ομάδες και συλλογικότητες που παρακολουθούν και ενδιαφέρονται.

 

Μετά από τις παραπάνω κουβέντες που έχουμε κάνει έως τώρα νοιώθουμε την ανάγκη να εξηγήσουμε σε συντρόφους που παρακολουθούν την υπόθεση κάποια ζητήματα και να εμβαθύνουμε σε κάποια άλλα.

 

Το ζήτημα των απεργιών. Αναγνωρίζουμε πως στις τελευταίες απεργίες από τη στιγμή που η εργοδοσία έκανε ξεκάθαρη τη στάση της απέναντί μας και μετά, δεν ήταν ξεκάθαρο το αν το μαγαζί έκλεινε επειδή απεργούσαν και τα αφεντικά(!), εάν έκλεινε επειδή δεν μπορούσε να το λειτουργήσει, ή αν η εργοδοσία έβρισκε ευκαιρία για αργία και ξεκούραση. Η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε, είναι μόνο στο πρώτο ενδεχόμενο. Απεργούσαν οι εργαζόμενοι, χωρίς καμιά συνδιαμόρφωση με τα αφεντικά, κάτι που δυστυχώς δεν καταφέραμε να κάνουμε ξεκάθαρο. Για τα υπόλοιπα δύο ενδεχόμενα ή για τυχόν άλλα, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κάτι. Η θέση μας για τις απεργίες, είναι ξεκάθαρη αλλά σχεδόν αδύνατον να γίνεται συνεχώς σαφής και μέσα από αυτήν την συνέλευση εργαζομένων. Κατεβαίνουμε στον δρόμο και με άλλες ομάδες, συλλογικότητες και σωματεία, μέσα από τις/τα οποίες/α προπαγανδίζουμε τις ιδέες και τις απόψεις μας. Αν κάποιος/α έχει ερωτήματα ως προς τις ιδέες και τις απόψεις αυτές, θα μπορούσε να ανατρέξει σε δράσεις και κείμενα που συμμετέχουμε και μοιράζουμε κατά καιρούς. Σε καμία περίπτωση όμως, σε ένα γενικότατο μεν, μίνιμουμ δε επίπεδο δεν έχουμε κάτι κοινό προς διεκδίκηση με πολλές ομάδες ανάμεσα στις οποίες και αυτήν των αφεντικών, μικρών ή μεγάλων, δεξιών ή αριστερών, με παρελθόν στους αγώνες ή χωρίς. Σαν σχόλιο μόνο, θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε πως όχι μόνο δεν αντιλαμβανόμαστε αλλά δεν αναγνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να απεργεί ένα αφεντικό. Η απεργία είναι ένα από τα ισχυρότερα όπλα των εργατών που κατακτήθηκε με σκληρούς και αιματηρούς αγώνες. Έτσι θεωρούμε προσβλητική την αντίληψη της εργοδοτικής απεργίας. Η απεργία ως μέσω αγώνα συνεπάγεται και το μπλοκάρισμα της παραγωγής, γεγονός που δε χαροποιεί κανένα αφεντικό.

 

Το παραμύθι της κολεκτίβας έχει δράκους, η κολεκτίβα όμως όχι. Αυτό το πεδίο, ομολογουμένως είναι εξαιρετικά θολό, και έχουμε ως εργαζόμενοι αφήσει μεγάλα περιθώρια παραφιλολογίας, όχι όμως από κάποιο κέρδος από αυτή τη φήμη περί κολεκτίβας που είχαμε, παρά από ένα πολιτικό μας λάθος που οφείλεται στο δυσταγμό, την αναβλητικότητα και την άγνοια που χαρακτήριζαν σε διαφορετικό βαθμό την ατομική συνειδητοποίηση της θέσης του καθενός μας, μέχρι τη στιγμή της δημιουργίας της συνέλευσης των εργαζομένων. Η μπούκα ποτέ δεν ήταν κολεκτίβα. Το απλό αυτό συμπέρασμα, βγαίνει από τα πάμπολλα επιχειρήματα που συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Όποιος/α συνεχίζει να το διατυμπανίζει, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως έχει οφέλη από αυτή την φήμη, ή στην χειρότερη νομίζει πως έχει χαζούς ανθρώπους γύρω του. Από τη στιγμή που το ωρομίσθιο είναι σταθερό και ετεροαποφασισμένο, όσο μεγάλο ή μικρό κι αν είναι. Από τη στιγμή που η διαχείριση των οικονομικών γίνεται από τους εργοδότες. Από τη στιγμή που οι αποφάσεις παίρνονται από συγκεκριμένους ανθρώπους. Από τη στιγμή που δεν υπήρχαν διαχειριστικές συνελεύσεις. Από τη στιγμή που η μορφή και το ύφος του μαγαζιού δεν αποφασίζονταν συλλογικά. Από τη στιγμή που οι ερωτήσεις για τα οικονομικά δεν συναντάν συγκεκριμένες απαντήσεις παρά υπεκφυγές του στυλ πάμε κατά διαόλου ή του δεν ξέρετε εσείς ή του ότι είναι ζήτημα ικανοτήτων διαχείρισης. Από τη στιγμή που ποτέ δεν είχαμε καμιά επαφή με τα ποσοστά κερδών και δεν υπήρχε συλλογική διαχείρηση και αυτοδιεύθυνση, παρά μόνο συλλογική αποδοχή της χασούρας. Από τη στιγμή αυτή λοιπόν, οι όροι είναι ξεκάθαροι. Δεν είναι κολεκτίβα

Εάν τώρα τα αφεντικά, που έχουν κάθε δικαίωμα να υπερασπίζονται το μαγαζί τους και τη φήμη τους, εμφανίζονται ως ταπεινοί διαχειριστές των ζωών μας. Εάν οι τρίτοι και οι τέταρτοι αρκούνται στην απάντηση των αφεντικών πως το μαγαζί είναι κολεκτίβα και δεν ρωτάν τους εργαζόμενους βγάζοντας έτσι τα συμπεράσματά τους. Εάν αναπαράγουν υπερβολές του στυλ «οι εργαζόμενοι ήταν καλοπληρωμένοι» και άρα δεν δικαιούνται να μιλάν, δεν βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα πως ήταν κολεκτίβα. Κάθε άλλο μάλιστα.

Και για να κλείνουμε. Στις πρώτες κινήσεις μας η εργοδοσία απάντησε με την τακτική του lock out, με σκοπό την οικονομική εξαθλίωση, δεδομένου ότι μένουμε άνεργοι χωρίς καμία άμεση εξέλιξη σχετικά με την καταβολή των δεδουλευμένων. Το μόνο σίγουρο είναι πως ο αγώνας συνεχίζεται.

 

 

Και πως όταν τελειώνουν οι παχιές αγελάδες για τους εργοδότες

Δεν επιλέγουμε να τρώμε κουτόχορτο.

 

 

Συνέλευση εργαζομένων στο εστιατόριο  Μπούκα στη Θεσσαλονίκη